Μέλος του Μητρώου Επιχειρήσεων Ηλεκτρονικών Μέσων Ενημέρωσης

Αύξηση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος κατά μία εκατοστιαία μονάδα και μείωση του εμπορικού ισοζυγίου κατά 0,4% του ΑΕΠ αποφέρει φέτος στη χώρα μας η μείωση της τιμής του πετρελαίου, σύμφωνα με μελέτη της Εθνικής Τράπεζας.


Αναλυτικά στη μελέτη αναφέρεται ότι οι διεθνείς τιμές του αργού πετρελαίου έχουν μειωθεί σωρευτικά κατά 35% (σε όρους ευρώ) το τελευταίο εννεάμηνο και παρέμειναν κοντά σε χαμηλό 6 ετών τον Απρίλιο. Δεδομένου ότι η ελληνική οικονομία συνεχίζει να χαρακτηρίζεται από ένα υψηλό βαθμό εξάρτησης από το πετρέλαιο, η μείωση των τιμών παρέχει μία πολύτιμη ανάσα στον ιδιωτικό τομέα, καθώς μεταφράζεται σε αύξηση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών και μείωση του κόστους παραγωγής για τις ελληνικές επιχειρήσεις.

Συνολικά, η μείωση των τιμών αναμένεται να συνεισφέρει περίπου 1 ποσοστιαία μονάδα στο πραγματικό ΑΕΠ του 2015, μετριάζοντας τις αρνητικές επιδράσεις που ασκεί η αβεβαιότητα στην οικονομία. Ταυτόχρονα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ΕΤΕ, αναμένεται να συντείνει σε συρρίκνωση του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου και αντίστοιχη αύξηση του πλεονάσματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών σχεδόν κατά 0,4% ΑΕΠ το 2015 και να έχει τελικά, θετικό δημοσιονομικό αντίκτυπο σε ετήσια βάση.

Ιστορικά, έχει αποδειχθεί ότι η τελική επίδραση των πετρελαϊκών τιμών στην οικονομία είναι συνάρτηση τριών βασικών παραγόντων: του ποσοστού μείωσης των τιμών, της χρονικής διάρκειας κατά την οποία παραμένουν σε χαμηλότερα επίπεδα, και της καθαρής εξάρτησης κάθε οικονομίας από τις εισαγωγές πετρελαίου. Ως εκ τούτου, με δεδομένο ότι η ελληνική οικονομία παρουσιάζει σημαντικά υψηλότερο ποσοστό εξάρτησης σε εισαγωγές πετρελαίου συγκριτικά με το μέσο όρο της ευρωζώνης, αναμένεται να είναι εκ των πλέον ωφελημένων στην ευρωζώνη. Παράλληλα, τόσο η παρατηρούμενη ένταση της διόρθωσης, όσο και η αναμενόμενη παραμονή των τιμών σε χαμηλά επίπεδα για αρκετό χρονικό διάστημα, συντείνουν στη μεγέθυνση της θετικής επίδρασης στην οικονομία .

Συγκεκριμένα, η ποσοστιαία μείωση των διεθνών τιμών του αργού πετρελαίου το τελευταίο εννεάμηνο συγκαταλέγεται στις 4 μεγαλύτερες των τελευταίων 40 ετών. Παράλληλα, διαπιστώνεται ότι αντανακλά κυρίως μια διατηρήσιμη αύξηση της προσφοράς βασισμένη σε καινοτομίες, σημαντικές μακροχρόνιες επενδύσεις και νέα δυναμικότητα εξορύξεων (ειδικά στις ΗΠΑ), καθώς και ευνοϊκούς γεωπολιτικούς παράγοντες (Ιράν). Η σημαντική αύξηση της παγκόσμιας προσφοράς συνδυάζεται με εξαιρετικά αργή ανάκαμψη της διεθνούς ζήτησης.

Αντιθέτως, οι περισσότερες από τις σημαντικές φάσεις διόρθωσης των τιμών στο παρελθόν -- εκτός αυτής του 1986 -- αντανακλούσαν κυρίως περιόδους μείωσης της ζήτησης που συνέπεσαν με διεθνείς υφέσεις ή σημαντική, ωστόσο προσωρινή, επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας παγκοσμίως και ως εκ τούτου, παρείχαν περιορισμένη ώθηση στις οικονομίες που εξαρτώνται από εισαγωγές πετρελαίου.

Τόσο οι εκτιμήσεις της ΕΤΕ, όσο και εξειδικευμένων αναλύσεων της πετρελαϊκής αγοράς διεθνώς, συντείνουν στο ότι οι τιμές του αργού θα παραμείνουν, κατά μέσο όρο, σε επίπεδο χαμηλότερο των 65 δολαρίων το 2015, σημειώνοντας μέση ετήσια μείωση της τάξης κατά σχεδόν 40% συγκριτικά με το 2014.

Αναμφισβήτητα η εξασθένιση του ευρώ σε σχέση με το δολάριο από τα τέλη του 2014 (-19% ετησίως το 4μηνο του 2015, «ακυρώνει» ένα τμήμα της μείωσης. Ωστόσο και σε όρους ευρώ, η αποκλιμάκωση των τιμών του αργού εκτιμάται ότι θα είναι επαρκώς ισχυρή (-25% κατά μ.ο. σε ετήσια βάση το 2015) ώστε να ασκήσει σημαντική θετική επίδραση στην οικονομική δραστηριότητα.

Η ελληνική οικονομία διαχρονικά εμφανίζει συγκριτικά υψηλό βαθμό εξάρτησης από το πετρέλαιο με τις καθαρές εισαγωγές πετρελαίου και πετρελαϊκών προϊόντων να υπερβαίνουν κατά 1,7 ποσ. μονάδες του ΑΕΠ το μέσο όρο της ευρωζώνης κατά την προηγούμενη δεκαετία (2,7% έναντι 1,3% του ΑΕΠ αντιστοίχως), ενώ η απόκλιση αυτή δε μειώθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης.

Αξίζει να τονισθεί ιδιαίτερα, ότι η δαπάνη των ελληνικών νοικοκυριών σε καύσιμα/προϊόντα πετρελαίου ως ποσοστό του συνολικού διαθεσίμου εισοδήματος αυξήθηκε από 4% του διαθεσίμου εισοδήματος (των νοικοκυριών), κατά μέσο όρο, την περίοδο 2000-2008, σε 5,3% το 2014, με τη διαφορά από την ευρωζώνη να διευρύνεται στις 1,5 ποσοστιαίες μονάδες.

Αυτό συνέβη παρά την έντονη μείωση της καταναλισκόμενης ποσότητας καυσίμων από τα ελληνικά νοικοκυριά (μείωση όγκου κατανάλωσης 45% μεταξύ 2009 και 2014). Η εξέλιξη αυτή αντανακλά, κατά κύριο λόγο, τη σημαντική αύξηση των φόρων στα καύσιμα (βενζίνη, πετρέλαιο θέρμανσης και κίνησης) την τελευταία πενταετία (+42% συγκριτικά με το 2008), σε συνδυασμό με τη μείωση του διαθεσίμου εισοδήματος κατά 27%, (με τις ζητούμενες ποσότητες να εμφανίζουν σχεδόν μοναδιαία ελαστικότητα ζήτησης σε σχέση με το εισόδημα).

O ειδικός φόρος κατανάλωσης (0,67 λεπτά ανά λίτρο, αυξημένος κατά 90% συγκριτικά με το 2008), σε συνδυασμό με το ΦΠΑ που επιβάλλεται στην συνολική αξία της κατανάλωσης (με το συντελεστή να αυξάνεται κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες στο 23% την τελευταία πενταετία) ανέρχονται σε 62% της τελικής λιανικής τιμής των καυσίμων το 2014, συγκριτικά με 40% το 2008. Ως εκ τούτου, αποτελούν τη βασική αιτία που η ποσοστιαία μείωση των τιμών λιανικής υπολείπεται σημαντικά της μείωσης των τιμών εισαγωγών αργού πετρελαίου σε ευρώ (ετήσιες μειώσεις -16,8 και -37,5% αντιστοίχως στο 4μηνο του 2015).

Για το σύνολο του 2015 η μέση μείωση των εγχώριων λιανικών τιμών καυσίμων αναμένεται να διαμορφωθεί στο 13,5% περίπου, και να μετουσιωθεί σε ετήσια αύξηση του διαθεσίμου εισοδήματος των νοικοκυριών κατά 0,6% και σε θετική επίδραση στον ρυθμό αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ το 2015 της τάξης του 0,5% (λαμβάνοντας υπόψη, μέσω εκτιμώμενης συνάρτησης ζήτησης καυσίμων, την αναμενόμενη αύξηση στην ποσότητα εγχώριας κατανάλωσης πετρελαϊκών προϊόντων εξαιτίας της μείωσης των τιμών).

Το τελικό αποτέλεσμα στο ελληνικό ΑΕΠ από το σκέλος δαπάνης των νοικοκυριών αναμένεται να είναι ακόμη μεγαλύτερο φθάνοντας συνολικά έως και το +0,6/+0,7% ετησίως το 2015, αν συνεκτιμηθεί και η επιπρόσθετη έμμεση ένεση αγοραστικής δύναμης μέσω της αντιπληθωριστικής επίδρασης από την μείωση των τιμών των εισαγωγών (πρώτων υλών και μεταποιημένων αγαθών), καθώς και άλλων μορφών ενέργειας (λ.χ. φυσικό αέριο) που συνοδεύει τη μείωση των τιμών πετρελαίου. Η επίδραση αυτή συνοψίζεται σε περαιτέρω μείωση του δομικού πληθωρισμού κατά 0,2%, κατά μέσο όρο, το 2015.

Η ενεργειακή εξάρτηση των ελληνικών επιχειρήσεων στις εισαγωγές πετρελαίου -- και ειδικά του βιομηχανικού κλάδου και του τομέα μεταφορών -- είναι εξαιρετικά μεγάλη, αντανακλώντας διαθρωτικά χαρακτηριστικά των κλάδων (λ.χ. υψηλό μερίδιο επιχειρήσεων έντασης ενέργειας), σημαντικό ρόλο πετρελαίου στο ενεργειακό μείγμα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς και γεωγραφικά χαρακτηριστικά (λ.χ. πολυάριθμα νησιά).

Είναι ενδεικτικό ότι η καταναλισκόμενη ποσότητα προϊόντων πετρελαίου ανά μονάδα προστιθέμενης αξίας της ελληνικής βιομηχανίας ήταν κατά την προηγούμενη δεκαετία και παραμένει, υπερδιπλάσια του αντίστοιχου μέσου όρου για την ευρωζώνη. Αντιστοίχως, το ποσοστό της κατανάλωσης πετρελαϊκών προϊόντων από τον κλάδο εγχώριων μεταφορών στο σύνολο της κατανάλωσης της ευρωζώνης ανήλθε στο 4,2% το 2014, ενώ το μερίδιο του ελληνικού ΑΕΠ στην ευρωζώνη αντιστοιχεί σε μόνο 2,1%. Εκτιμάται ότι η θετική επίδραση από το σκέλος των επιχειρήσεων στην οικονομική δραστηριότητα θα ανέλθει σε 0,4% του ΑΕΠ το 2015.

Συνδυαστικά, η αύξηση δαπάνης των νοικοκυριών και η θετική επίδραση του μειούμενου κόστους για τις ελληνικές επιχειρήσεις εκτιμάται ότι θα συνεισφέρουν άνω της 1 ποσοστιαίας μονάδας στο ρυθμό αύξησης του ελληνικού ΑΕΠ το 2015 (σε σταθερές τιμές).

Η συρρίκνωση της ελλείμματος στο εμπορικό ισοζύγιο καυσίμων αναμένεται να διαμορφωθεί σε 0,4% του ΑΕΠ, καθώς η μείωση των τιμών εισαγωγών θα υπεραντισταθμίσει τις αρνητικές επιδράσεις από την αναμενόμενη αύξηση του όγκου πετρελαϊκών εισαγωγών και τη μείωση των εσόδων από εξαγωγές πετρελαϊκών προϊόντων.

Η τελική δημοσιονομική επίδραση θα είναι επίσης θετική (σχεδόν 0,2% του ΑΕΠ), καθώς τα αυξημένα ετήσια έσοδα από τον φόρο κατανάλωσης στα καύσιμα (λόγω αύξησης του όγκου κατανάλωσης το 2015), και τη μείωση των κρατικών δαπανών για καύσιμα, θα υπεραντισταθμίσουν τη μείωση στα έσοδα από το ΦΠΑ καυσίμων, που είναι ιδιαιτέρως αισθητή στο 1ο τρίμηνο του έτους (εξαιτίας της μείωσης της συνολικής αξίας της κατανάλωσης).

ΠΗΓΗ : newsit.gr