Μέλος του Μητρώου Επιχειρήσεων Ηλεκτρονικών Μέσων Ενημέρωσης

Ο πρώτος νεκρός στα γεγονότα του Μάη του ’36 στην Θεσσαλονίκη, η ιστορία μιας φωτογραφίας και ενός τραγουδιού...


Της Γεωργίας Λινάρδου
Το 1936 το μεροκάματο των καπνεργατών στην Θεσσαλονίκη είχε πέσει στις 75 δραχμές από τ ις 135. Πολλοί εργάτες, μάλιστα, δούλευαν απλήρωτοι μόνον και μόνον για να μη χάσουν τα ένσημα.


Από τους ιστορικούς, τα γεγονότα του Μαΐου του 1936 στην Θεσσαλονίκη, έχουν χαρακτηριστεί ως μία από τις κορυφαίες στιγμές του ελληνικού εργατικού κινήματος.
Το άγριο ξύπνημα της Θεσσαλονίκης την 9η του Μάη, ετοιμάζονταν από καιρό.
Η κρίση του 1929-1932 είχε σμπαραλιάσει την ελληνική οικονομία, είχε κατακρεουργήσει την ελληνική κοινωνία. Εκείνη την περίοδο η ανεργία έφτανε στο 50% του εργατικού δυναμικού (560.000). Τα ημερομίσθια, εξαιτίας και της μεγάλης υποτίμησης του νομίσματος, ήταν άθλια.


Η πρώτη Πανκαπνεργατική απεργία, κηρύχθηκε στις 29 Απριλίου. Στα αιτήματα δεν ήταν μόνον το οκτάωρο και η διεκδίκηση της εργατικής νομοθεσίας, αλλά και η δημιουργία πολιτικής εργατικής συνείδησης, η απαλλαγή από την επιρροή των αστικών κομμάτων και η υποστήριξη εφημερίδων του εργατικού αγώνα. Επιπλέον, οι καπνεργάτες ζητούσαν αύξηση των ημερομισθίων, εφαρμογή του νόμου ώστε να απασχολούνται 50% άνδρες και 50% γυναίκες και βελτίωση παροχών του ταμείου ασφάλισης καπνεργατών κτλ.


Να επισημάνουμε ότι μέχρι εκείνη την στιγμή, το κράτος είχε καταφέρει να διεισδύσει στα συνδικαλιστικά σωματεία χτυπώντας τα εκ των έσω μέσω σωματείων που μάχονταν για την απαγόρευση των πολιτικών συζητήσεων και εξέφραζαν ανοιχτά τους αντικομμουνιστικούς τους στόχους. Είναι η εποχή που γεννιούνται τα πρώτα φασιστικά μορφώματα στην Θεσσαλονίκη.
Το 11,3% της εργατικής δύναμης στη Βόρειο Ελλάδα, το είχαν οι καπνεργάτες. Η Θεσσαλονίκη, έναντι των υπολοίπων περιοχών, διέθετε ακόμη έναν σκληρό καπνεργατικό συνδικαλιστικό πυρήνα.


Στη χώρα εκείνη την εποχή είχε ξεσπάσει ένα μεγάλο απεργιακό κύμα. Κάθε μέρα όλο και περισσότεροι κλάδοι συμμετείχαν στις απεργίες και τις διαδηλώσεις. Οι συγκρούσεις με την χωροφυλακή ήταν καθημερινές και βίαιες.
Την Πέμπτη 7 Μαΐου του 1936 ανεβαίνει στη Θεσσαλονίκη ο τότε πρωθυπουργός της χώρας Ι.Μεταξάς και προΐσταται σύσκεψης που γίνεται στο Διοικητήριο. Οι αποφάσεις που πάρθηκαν σε κείνη την σύσκεψη ήταν αμείλικτες.
Την επομένη μέρα η Θεσσαλονίκη θύμιζε πεδίο μάχης με τα σοβαρά επεισόδια να αφήνουν πίσω τους δεκάδες τραυματίες. Οι διαδηλωτές από τρεις διαφορετικές περιοχές κατάφεραν να φτάσουν στο οχυρωμένο Διοικητήριο και να στηθούν τα πρώτα οδοφράγματα.
Η πόλη ήταν ανάστατοι. Άνθρωποι από την περιφέρεια κατέβαιναν στο κέντρο για να ενωθούν με τους απεργούς. Οι καμπάνες των εκκλησιών χτυπούσαν λυπητερά. Από τη μία οι απεργοί με τις πέτρες κι από την άλλη οι χωροφύλακες με γκλομπς και σπάθες.


Παίρνεται η απόφαση για μία νέα απεργία το Σάββατο στις 9 Μαΐου του 1936. Η κυβέρνηση του Μεταξά έχει πάρει τα μέτρα της. Στημένα πολυβόλα σε διάφορα σημεία της πόλης, περιπολίες αστυνομίας και στρατού παντού. Τίποτε άλλο δεν κινείται στην Θεσσαλονίκη. Όλα είναι κλειστά. Τίποτα δεν λειτουργεί.
Στις 10.30 το πρωί, στο ισχυρό μπλοκ των καπνεργατών στην Εγνατία ξεκινούν επεισόδια. Δολοφονείται εν ψυχρώ ο αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης και λίγο αργότερα στην οδό Αντιγονιδών, η καπνεργάτρια Αναστασία Καρανικόλα. Οι απεργοί ξηλώνουν μία πόρτα, τοποθετούν πάνω το άψυχο κορμί του Τούση και ξεκινούν μια μεγάλη πομπή προς το Διοικητήριο. Η πομπή μεταφέρεται στον Βαρδάλη και στη συνέχεια στην Εγνατία.


Ένας φίλος του Τούση, αναγνωρίζει στο πλήθος την μητέρα του άτυχου απεργού. Η μάνα του θρηνεί.  Ένας φωτογράφος αποτυπώνει την ιστορική αυτή σκηνή. Ακολουθεί την πομπή δίπλα στον νεκρό γιο της. Όταν το πλήθος φτάνει στην Παναγιά των Χαλκέων, τα πολυβόλα αρχίζουν να ρίχνουν. Όλοι πέφτουν κάτω. Μόνον η μάνα του Τούση μένει όρθια. «Πέσε κυρούλα, πέσε γιατί θα σε σκοτώσουν οι σφαίρες». Η γυναίκα πέφτει πάνω στο νεκρό παιδί της. Εκείνη ημέρα άφησε πίσω της εννέα νεκρούς και  250 τραυματίες εκ των οποίων οι 40 πολύ σοβαρά.


Ο Τάσος Τούσης με καταγωγή από το Ασβεστοχώρι, ήταν μηχανικός αυτοκινήτων. Η γυναίκα του Έλλη ήταν καπνεργάτρια. Σκληρή δουλειά και οι δύο για να βγει το μεροκάματο. Για κείνη τη μέρα, η μάνα του η κυρά Κατίνα ήξερε ότι ο γιος της θα πήγαινε στην εξοχή (έτσι της είχε πει). Η γυναίκα πήγε στο Διοικητήριο μπας και δει τις κόρες της που δούλευαν στο εργοστάσιο και είχαν κατέβει στην απεργία.
Τρεις ημέρες μετά τον θρήνο και το μοναχικό μοιρολόι της μάνας, η εφημερίδα «Ριζοσπάστης» δημοσιεύει την συγκλονιστική φωτογραφία. Και είναι αυτή η φωτογραφία που συγκλονίζει τον ποιητή Γιάννη Ρίτσο ο οποίος γράφει τον «Επιτάφιο».
Το ποίημα του Ρίτσου μένει μέχρι τις 4 Αυγούστου στο εμπόριο. Από κει και πέρα επέρχεται η απαγόρευση από το καθεστώς Μεταξά και όσα αντίτυπα εντοπίζονται οδηγούνται στην πυρά...

ΠΗΓΗ : newsbomb.gr