Μέλος του Μητρώου Επιχειρήσεων Ηλεκτρονικών Μέσων Ενημέρωσης

5.00 της 2ας Οκτωβρίου του 1980. Η άγνωστη και απρόσιτη από την στεριά παραλία του Αγίου Γεωργίου - όπως ονομάζονταν τότε - δέχτηκε έναν απρόσκλητο επισκέπτη, που όχι μόνο δεν έφυγε, αλλά η κατάσταση του άλλαξε το όνομα της παραλίας σε Ναυάγιοα και ανέβασε κατακόρυφα την Ζάκυνθο στον παγκόσμιο χάρτη του τουρισμού.

Ο λόγος για το πλοίο "Παναγιώτης" που από τα νερά της παρανομίας που ήταν βουτηγμένο παλεύοντας με την φουρτουνιασμένη θάλασσα, αβοήθητο καθώς είχε μείνει από καύσιμα, βρέθηκε για καλή του τύχη αντί για τα βράχια στην αμμουδερή παραλία που σήμερα κανείς δεν γνωρίζει ή θυμάται ότι μέχρι και πριν λίγες δεκαετίες ονομαζόταν Άγιος Γεώργιος.

Το motorship "Παναγιώτης" ξεκίνησε από το λιμάνι του Αργοστολίου, στις 9 το βράδυ της 12ης Σεπτεμβρίου σύμφωνα με τον απόπλου για Πειραιά όμως το πλοίο έβαλε ρότα για Μάλτα. Σύμφωνα με το πόρισμα του Ανακριτικού Συμβουλίου Ναυτικών Ατυχημάτων παρέλαβε περί της 2.000 κούτες ξένα τσιγάρα, φορτίο το οποίο θα παρέδιδε για λογαριασμό της Καμόρα σε ταχύπλοα ανοιχτά της Νάπολης στην Ιταλία.

 
Το σχέδιο κάπου στράβωσε (σ.σ. οι μαφιόζοι αρνήθηκαν να καταβάλουν τα συμφωνημένα ναύλα στον πλοιοκτήτη) και το "Παναγιώτης" αναγκάστηκε να περιμένει νεότερες διαταγές ανοιχτά της Ζακύνθου. Όπως είχε αναφέρει σε ρεπορτάζ της Μαρίας Καρχιλάκη για το Mega το 2000, ο Κυριάκος Βαρβατάκος, ο πλοίαρχος του "Παναγιώτης", το πλοίο εκείνη την εποχή ήταν πειρατικό. Συνολικά πάνω στο πλοίο ήταν εννέα επιβαίνοντες, ανάμεσα τους και δύο Ιταλοί που εκτελούσαν χρέη εκπροσώπων της μαφίας.

Σύμφωνα με όσα ανέφεραν οι δύο Ιταλοί όμηροι στην καμπίνα που ήταν κλειδωμένοι για 13 ημέρες τραβούσαν γραμμές στην λαμαρίνα για να μην "χάσουν" τον λογαρισμό.

Καπετάνιος και πλήρωμα συνέλαβαν με χρήση όπλου τους Ιταλούς συνοδούς του φορτίου, τους έκλεισαν σε μια καμπίνα και αφού συνεννοήθηκαν με διαφορετικούς μεσολαβητές, αποφάσισαν να πουλήσουν για λογαριασμό τους το παράνομο εμπόρευμα.  Σύμφωνα με όσα ανέφεραν οι δύο Ιταλοί όμηροι στην καμπίνα που ήταν κλειδωμένοι για 13 ημέρες τραβούσαν γραμμές στην λαμαρίνα για να μην "χάσουν" τον λογαρισμό. Ο καπετάνιος οδήγησε το πλοίο στον όρμο του “Σπυριλή”, και περίμεναν. Λόγω όμως των κακών καιρικών συνθηκών που επικρατούσαν, προσάραξαν στα αβαθή του όρμου. Άρχισαν τότε να ξεφορτώνουν στη μικρή αμμουδιά τις κούτες με τα τσιγάρα, μήπως και κατορθώσουν και αποκολλήσουν το σκάφος. Όμως τα πράγματα δυσκόλεψαν, δεν μπόρεσαν να τα καταφέρουν, ενώ παράλληλα αρκετές κούτες με τσιγάρα παρασύρθηκαν από τα κύματα, με αποτέλεσμα να εκβραστούν στη γύρω περιοχή.

 

Στη συνέχεια, οι ναυτικοί του πλοίου, αφού ελευθέρωσαν τους δύο Ιταλούς, το εγκατέλειψαν και σκαρφαλώνοντας την απόκρημνη πλαγιά βρήκαν τρόπο να φθάσουν στην πόλη της Ζακύνθου. Στο μεταξύ και αφού είχε πλέον ξημερώσει, οι κάτοικοι των Βολιμών είδαν τα επιπλεόντα τσιγάρα στη θάλασσα και άρχισαν να τα μαζεύουν και να τα μεταφέρουν στα χωριά τους. Πρέπει να αναφερθεί ότι τα πακέτα ήταν με τέτοιο τρόπο συσκευασμένα, ώστε να μη καταστρέφεται το περιεχόμενό τους από το θαλασσινό νερό, αν για κάποιο λόγο κατέληγαν στη θάλασσα. Αποθήκευσαν τα τσιγάρα λοιπόν όπου μπορούσαν, σε αποθήκες, κατοικίες, φούρνους, στάβλους, λινούς.

Σαν μαθεύτηκε το γεγονός από τις Αρχές, οι ναυτικοί συνελήφθησαν και ύστερα από έρευνες εντοπίστηκαν και τα τσιγάρα στα σπίτια των χωρικών και από εκεί μεταφέρθηκαν στο τελωνείο του νησιού. Αργότερα ακολούθησε δίκη, κατά την οποία καταδικάστηκαν ο πλοιοκτήτης και οι πειρατές – λαθρέμποροι, τα δε τσιγάρα πουλήθηκαν σε πλειστηριασμό και οι Ιταλοί απελάθηκαν στην πατρίδα τους.

Το ρεπορτάζ του Μega και της Μαρίας Καρχιλάκη για το "Παναγιώτης το 2000

Ακολούθησε στη συνέχεια η λεηλασία του πλοίου. Όποιος ήθελε, πήγαινε στο προσαραγμένο πλοίο και αποσπούσε ό,τι μπορούσε να μεταφερθεί από αυτό. Τα πάντα έγιναν φύλλο και φτερό. Έμεινε σκέτο κουφάρι, να χτυπιέται από τον αγέρα, να σκουριάζει και να κατατρώγεται από την αλμύρα του θαλασσόνερου. Παράλληλα, τα κύματα συσσώρευαν σιγά σιγά όλο και περισσότερα βότσαλα μεγαλώνοντας την σπιάντσα και αποκόβοντας την επαφή του πλοίου με τη θάλασσα.

 
Πριν από λίγα χρόνια και καθώς το Ναυάγιο είχε γίνει το απόλυτο και παγκόσμιο τοπόσημο της Ζακύνθου οι αρχές του νησιού αποφάσισαν να εξετάσουν τρόπους συντήρησης του σε συνεργασία με το ΤΕΙ Ιονίων Νήσων μέσω του τμήματος Συντήρησης Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Νωρίτερα φέτος υπήρξε δικαστική διαμάχη μεταξύ του Δήμου Ζακύνθου και της οικογένειας  Σουλάνη,  συνιδιδιοκτητών του "Παναγιωτης". Μέσω ασφαλιστικών μέτρων η οικογένεια Σουλάνη ζητούσε να μην υπάρξει καμία παρέμβαση στο πλοίο καθώς της ανήκει. 

Σύμφωνα με όσα ακούστηκαν στο Ειρηνοδικείο Ζακύνθου ο φερόμενος ως συνιδιοκτήτης του 30%, είναι ο Αλέξανδρος Σουλάνης ενώ οι υπόλοιποι φερόμενοι ως συνιδιοκτήτες είναι οι Παναγιώτης-Γεράσιμο Λυσικάτος με ποσοστό ιδιοκτησίας 50%, και ο Ευστράτιος-Λαμπρινός Σταυράκης, με ποσοστό 20%. Όπως και να έχει τον περασμένο Ιούλιο με απόφαση του το Ειρηνοδικείο δεν έκανε δεκτά τα ασφαλιστικά μέτρα ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για την συντήρηση του "Παναγιώτη".

ΠΗΓΗ: www.news247.gr